αγλαΐα

αγλαΐα
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε τον Βία και τον μάντη Μελάμποδα. 3. Σύζυγος του Χαρόπου, βασιλιά της Σύμης και μητέρα του Νηρέα, που πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία. 4. Κόρη του Θεσπιού, που γέννησε από τον Ηρακλή τον Αντιάδη. 5. Κόρη του Μαντινέα και σύζυγος του βασιλιά του Άργους Άβαντα. Ήταν μητέρα του Ακρισία και του Προίτου, οι οποίοι, κατά τη μυθολογία, ήρθαν σε προστριβές για τον θρόνο, από την εποχή που ήταν σε εμβρυώδη κατάσταση στη μήτρα της μητέρας τους. Η Αγλαΐα (άκρη δεξιά), μαζί με τις άλλες Χάριτες, σε ρωμαϊκή τοιχογραφία.
* * *
ἀγλαΐα, η (Α) [ἀγλαός]
1. λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, ομορφιά, στολισμός
2. (με μειωτική σημ.) πομπώδης επίδειξη, ματαιότητα
3. χαρά, θρίαμβος, δόξα
4. εορταστική εκδήλωση, διασκέδαση, κέφι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀγλαία — Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc/acc dual Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαία — ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc/acc dual ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαίᾳ — Ἀγλαίᾱͅ , Ἀγλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίᾳ — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγλαΐα — η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μητροπούλου, Αγλαΐα — (Αθήνα 1929 –). Ιστορικός, λογοτέχνης και κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια του Παρισιού και του Λονδίνου. Κριτικές στις μελέτες έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀγλαίας — Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem acc pl Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαίας — ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem acc pl ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγλαιάων — Ἀγλαιά̱ων , Ἀγλαία fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαιάων — ἀγλαϊά̱ων , ἀγλαία splendour fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”